Την ερχόμενη Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) θα γίνουν δύο σημαντικές δίκες. Εκείνη που εύλογα συγκεντρώνει την προσοχή της κοινής γνώμης είναι η συζήτηση των προσφυγών των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών και Καλαμάτας κατά του Ειδικού Τέλους Ακίνητης Περιουσίας που επιβάλλεται μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ. Την ίδια ωστόσο ημέρα συζητείται στο ακροατήριο του ίδιου δικαστηρίου η αίτηση ενός δικηγόρου Αθηνών, δραστηριοποιημένου στον πέραν της ΝΔ «πατριωτικό» χώρο, κατά των υπουργικών αποφάσεων που ρυθμίζουν την εφαρμογή του νέου κώδικα περί ιθαγένειας και τη συμμετοχή μη κοινοτικών αλλοδαπών στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές.
Ήδη με την υπ’ αριθμ. 350/2011 απόφασή του το Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ έχει αποφανθεί υπέρ της ασυμβατότητας των νέων αυτών ρυθμίσεων προς το Σύνταγμα και έχει παραπέμψει το θέμα στην Ολομέλεια. Αν η Ολομέλεια επιβεβαιώσει την απόφαση του τμήματος, τότε οι διατάξεις του Ν. 3838/2010 για την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας σε ανήλικους αλλοδαπούς που γεννήθηκαν στην Ελλάδα ή φοίτησαν σε ελληνικά σχολεία επί έξι χρόνια και για τη συμμετοχή μη κοινοτικών αλλοδαπών στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές πρακτικά θα καταργηθούν.
Η απόφαση του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ --ιδίως το σκεπτικό της-- μας προϊδεάζει για την έκβαση της μάχης αυτής, αποκαλύπτοντας παράλληλα κάτι εξαιρετικά ενοχλητικό: τη διεισδυτικότητα του ακροδεξιού λόγου στο σκεπτικό του ανώτερου διοικητικού δικαστηρίου.
Αλλοδαποί στην Ελλάδα: νόμιμοι ή νομιμοποιημένοι;
Το ΣτΕ με την υπ’ αριθμ.350/2011 απόφασή του κρίνει ότι οι διατάξεις περί απονομής της ελληνικής ιθαγένειας στα τέκνα αλλοδαπών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα ή έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς έξι τάξεις ελληνικού σχολείου (με τους όρους που θέτει ο νέος κώδικας ιδίως σε σχέση με τη νομιμότητα διαμονής των γονέων τους) αντίκειται στα άρθρα 1§2 και 3 και 4§3 του Συντάγματος.
Ας δούμε λοιπόν τι λένε τα άρθρα αυτά: Άρθρο 1§2 και 3: «Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. ΄Ολες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του ΄Εθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα». Άρθρο 4§3 «Έλληνες είναι όσοι έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος [...]».
Εν πρώτοις δηλαδή, η διατύπωση του Συντάγματος φαίνεται να επιτρέπει στον κοινό νομοθέτη να ορίζει εκείνος με νόμο ποιος έχει τα προσόντα να λάβει την ελληνική ιθαγένεια. Πως λοιπόν φθάνει το ΣτΕ στο αντίθετο συμπέρασμα;
Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να γίνουν κάποια λογικά άλματα.
Το ΣΤΕ διαπιστώνει λοιπόν ότι η ελευθερία του νομοθέτη περιορίζεται από το γεγονός ότι « [...] ο έλληνας νομοθέτης [...] εμερίμνησε να διαφυλάξει την εθνική ομοιογένεια του κράτους, μεταξύ των άλλων, και διά της θεσπίσεως δικαίου ιθαγενείας, του οποίου οι ρυθμίσεις εβασίζοντο, κατ’ αρχήν, στο σταθερό κριτήριο του «δικαίου του αίματος» (jus sanguinis), δηλαδή την καταγωγή από έλληνες γονείς». Προκειμένου δε να τεκμηριώσει τη θέση του αυτή το ΣτΕ ανάγεται στο Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827 που απέδιδε την ελληνική ιθαγένεια στους Έλληνες του εξωτερικού που είχαν Έλληνα πατέρα. Θα είχε ενδιαφέρον ωστόσο να παρατηρήσει κανείς στο σημείο αυτό ότι το ΣτΕ παραβλέπει ότι το προγενέστερο Σύνταγμα της Επιδαύρου ρητά προβλέπει ότι «[...] Όσοι έξωθεν ελθόντες, κατοικήσωσιν ή παροικήσωσιν εις την Επικράτειαν της Ελλάδος, εισίν όμοιοι με τους αυτόχθονας κατοίκους ενώπιον των Νόμων».
Σημαντικότερο όμως από νομική και πολιτική άποψη είναι ότι μια τέτοια μονομερής προσέγγιση παραβλέπει τις διατάξεις του προηγούμενου και επί 55 χρόνια ισχύοντα Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, που προέβλεπε υπό προϋποθέσεις την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπούς μετά από δέκα χρόνια νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα. Προκειμένου επομένως να θεμελιώσει ένα επιχείρημα κατά του νέου νόμου, το ΣτΕ κλείνει τα μάτια στο γεγονός ότι η ισχύς του «δικαίου του αίματος» έχει στην πράξη σχετικοποιηθεί εδώ και πολλά χρόνια.
Το δεύτερο επιχείρημα του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ κατά των νέων διατάξεων έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Αντιγράφω: «[...] Όσον αφορά δε τη διαμονή και την εργασία, ο νομοθέτης, ναι μεν προέβλεψε σύστημα χορηγήσεως αδειών βάσει συγκεκριμένων προϋποθέσεων και διαδικασίας [...] το οποίο, όμως, κατά κανόνα, παραβιάσθηκε στην πράξη λόγω της παράνομης εισόδου μαζικών μεταναστευτικών ρευμάτων στη χώρα, και είχε ως περαιτέρω συνέπεια την θέσπιση αλλεπαλλήλων διατάξεων, οι οποίες «νομιμοποιούσαν» την παράνομη είσοδο, διαμονή και εργασία των αλλοδαπών. Η «νομιμοποίηση» αυτή είχε την έννοια ότι εθεωρήθησαν ως νομίμως εισελθόντες στη χώρα αλλοδαποί στερούμενοι ταξιδιωτικών εγγράφων και θεωρήσεως εισόδου [...], ως νομίμως παραμένοντες αλλοδαποί χωρίς άδεια παραμονής ή λήξασα άδεια παραμονής και, τέλος, ως νομίμως εργαζόμενοι αλλοδαποί χωρίς άδεια εργασίας και χωρίς νόμιμη ασφάλιση».
Με δυο λόγια, το ΣτΕ αμφισβητεί αίφνης --με αυτά τα εύγλωττα εισαγωγικά!-- τη διαδικασία νομιμοποίησης που θεσπίστηκε με τους νόμους 1975/91 και 2910/2001, και διατυπώνει ευθέως την άποψη ότι οι σημερινοί νόμιμοι μετανάστες νομιμοποιήθηκαν καταχρηστικά από την ελληνική διοίκηση. Επόμενο συμπέρασμα --που διατυπώνεται ευθέως στο σκεπτικό της απόφασης-- ότι η από μέρους τους προσδοκία κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας προσκρούει στο γεγονός ότι επί της ουσίας δεν έχει αρθεί η παράνομη κατάστασή τους. Αντιστρέφοντας το σύνθημα της ριζοσπαστικής αριστεράς ότι «κανένας άνθρωπος δεν είναι παράνομος», το ΣτΕ στην ουσία διακηρύσσει ότι κανένας αλλοδαπός δεν είναι νόμιμος, αλλά εκ των υστέρων νομιμοποιημένος.
Ο Γιώργος Καρατζαφέρης, μιλώντας στις 8.2.2010 στη Βουλή, κατά τη συζήτηση που οδήγησε στην ψήφιση του Ν. 3838/2010, είπε κατά λέξη τα ακόλουθα: «Μιλάτε για 534.000 νόμιμους. Νόμιμοι δεν είναι, νομιμοποιημένοι είναι. Νόμιμος είναι αυτός που μπαίνει με τους κανόνες, σεβόμενος τους νόμους του κράτους. Πόσοι από αυτούς σεβάστηκαν το κράτος με την πρώτη τους επαφή με το κράτος;». Παρά τις διαφορές στη διατύπωση, η ομοιότητα του επιχειρήματος είναι εντυπωσιακή.
Το ΣτΕ προχωρά διαπιστώνοντας ότι η απονομή της ελληνικής ιθαγένειας δεν είναι δυνατό να απονέμεται «αθρόως» χωρίς να προβλέπεται διαδικασία για «[...] τη διαπίστωση από διοικητικά όργανα, της συνδρομής, in concreto, της ουσιαστικής προϋποθέσεως γνήσιου δεσμού των αλλοδαπών προς το ελληνικό έθνος». Είναι εντυπωσιακό ότι το ανώτερο διοικητικό δικαστήριο δεν αντιμετωπίζει έστω προς αντίκρουση ως στοιχείο γνήσιου δεσμού με τη χώρα (ή το έθνος) το γεγονός της γέννησης, της (νόμιμης) διαμονής επί σειρά ετών του ίδιου του τέκνου και των γονέων του και της ολοκλήρωσης της εκπαίδευσης σε ελληνικό σχολείο. Διερωτάται κανείς τι άλλο μπορεί να αποτελέσει ασφαλέστερο κριτήριο για την ανάπτυξη αυτού του γνήσιου δεσμού, αν όχι αυτά τα ισχυρά αντικειμενικά στοιχεία.
Αλλοδαποί στο δήμο: οι σύγχρονοι μέτοικοι
Ένα ακόμα λογικό άλμα είναι απαραίτητο για να κριθούν ως αντισυνταγματικές και οι διατάξεις του Ν. 3838/2010 για τη συμμετοχή των μη κοινοτικών αλλοδαπών στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές ως εκλογέων και υποψηφίων. Παρά το γεγονός ότι ο καθορισμός του εκλογικού σώματος στις εκλογές αυτές ανατίθεται από το Σύνταγμα και πάλι στον κοινό νομοθέτη1 ωστόσο το ΣτΕ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η συμμετοχή μη κοινοτικών αλλοδαπών παραβιάζει το συγκεκριμένο άρθρο. Το επιχείρημα του ΣτΕ είναι ότι «[...] οι εκλογές για την ανάδειξη των αιρετών οργάνων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως έχουν καθαρά πολιτικό χαρακτήρα εν όψει των αρμοδιοτήτων που ασκούν οι οργανισμοί αυτοί ... αλλά και διότι η εκλογή αυτή ανάγεται στην πολιτική ζωή της Χώρας γενικώς».
Δύσκολα μπορεί κανείς να επιχειρηματολογήσει «γενικώς» κατά του πολιτικού χαρακτήρα των εκλογών για τους ΟΤΑ. Ωστόσο ενώ ο «καθαρά» πολιτικός χαρακτήρας των εκλογών για τις περιφέρειες και τους μεγάλους δήμους της χώρας είναι αρκετά προφανής, δεν ισχύει το ίδιο για τις εκλογές στους περισσότερους από τους μικρότερους δήμους της χώρας. Επίσης, αν ακολουθήσουμε αυτό το επιχείρημα στις ακραίες του συνέπειες, τότε θα πρέπει να αποκλείσουμε κάθε αλλοδαπό από κάθε είδους συμμετοχή σε διαδικασίες που εντάσσονται γενικά στην πολιτική ζωή της χώρας, επομένως και από τις εκλογές στα επαγγελματικά σωματεία, αλλά τους εξωραϊστικούς συλλόγους ή τους συλλόγους γονέων και κηδεμόνων.
Δεδομένης δε της συμμετοχής των κοινοτικών υπηκόων στις εκλογές των ΟΤΑ, το ΣτΕ αποδέχεται το παράδοξο να ψηφίζει σε ένα δήμο για παράδειγμα ένας Βέλγος μετά από δύο χρόνια παραμονής και να αποκλείεται μία Αλβανίδα που ζει στον ίδιο δήμο επί είκοσι χρόνια, έχοντας ενδεχομένως γεννηθεί εκεί. Δημιουργείται έτσι μία κατηγορία συμπολιτών μας που η κατάστασή τους προσιδιάζει στους αρχαίους μέτοικους, δηλαδή μη αυτόχθονες κάτοικοι μίας πόλης στερούμενοι πολιτικών δικαιωμάτων.
Μερικά πολιτικά συμπεράσματα
Από όλα τα παραπάνω νομίζω ότι είναι σαφές ότι το ΣτΕ δεν κινείται σε ένα επίπεδο αφηρημένου νομικού προβληματισμού. Το ΣτΕ σκέφτεται πολιτικά, διατυπώνει κρίσεις για τα όρια της έννοιας του λαού και της πολιτικής συμμετοχής. Στο πλαίσιο αυτής του της κρίσης το ΣτΕ επιλέγει μία εκδοχή για την έννοια του λαού βασισμένη ρητά στην προτεραιότητα του δίκαιου του αίματος και του αποκλεισμού από την πολιτική συμμετοχή των ανθρώπων με «λάθος διαβατήριο», δηλαδή των μη κοινοτικών αλλοδαπών. Επιπλέον με σαφήνεια υιοθετεί το πνεύμα των εκπεφρασμένων απόψεων της ελληνικής ακροδεξιάς σχετικά με το καθεστώς νομιμότητας των μεταναστών στη χώρα μας.
Η διαφαινόμενη «ακύρωση» του νόμου --εφόσον επιβεβαιωθεί από την Ολομέλεια του ΣτΕ-- προσφέρεται και για την εξαγωγή κάποιων πολιτικών συμπερασμάτων.
Φανερώνει καταρχήν πόσο εύθραυστες αποδεικνύονται πολιτικές νίκες στο επίπεδο του «εποικοδομήματος» όταν δεν έχουν έρεισμα σε μία πολιτική που δημιουργεί συμμαχίες με τον κόσμο της εργασίας, σε μια αριστερή πολιτική. Η συζήτηση ενώπιον του ΣτΕ γίνεται σε μία πολιτική συγκυρία πολύ διαφορετική από εκείνη του Φεβρουαρίου του 2010, όταν η Βουλή ψήφιζε το Ν.3838/2010. Έχουν μεσολαβήσει το Μνημόνιο, το μεσοπρόθεσμο, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, η βίαιη επίθεση στο λαϊκό εισόδημα και βέβαια ο σχηματισμός της κυβέρνησης Παπαδήμου με τη συμμετοχή της ακροδεξιάς στην κυβέρνηση. Το ΠΑΣΟΚ προσχωρώντας στην πιο ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική σπατάλησε μέσα σε δύο χρόνια κάθε δυνατότητα κοινωνικής υποστήριξης ακόμα και των μεταρρυθμίσεών του με προοδευτικό πρόσημο. Όταν η ζωή χιλιάδων ανθρώπων παραδίδεται στην ανεργία και τη φτώχεια, είναι αυταπάτη να πιστεύει κανείς ότι θα υπάρξει κοινωνικό ενδιαφέρον για την υποστήριξη οποιουδήποτε νόμου αυτής της κυβέρνησης. Μαζί με τα ξερά καίγονται και τα ελάχιστα χλωρά.
Είναι επίσης εντυπωσιακό ότι σχεδόν δύο χρόνια μετά την ψήφισή του, ο Ν. 3838/2010 βαίνει προς ενταφιασμό ουσιαστικά ανυπεράσπιστος και από την ίδια την κυβέρνηση. Αυτό που θα μπορούσε να είναι μία πηγή περηφάνιας, ένα «αριστερό άλλοθι» για μια κατά τα άλλα καταστροφική για τους εργαζόμενους διακυβέρνηση, αποσιωπάται σα να πρόκειται για ένα στιγμιαίο λάθος. Ούτε ένα κυβερνητικό στέλεχος δε νιώθει την ανάγκη να πει μια καλή κουβέντα για το νόμο --όχι βέβαια προσπαθώντας να επηρεάσει την κρίση του δικαστηρίου, πράγμα θεσμικά ανεπίτρεπτο-- αλλά για να υπερασπιστεί πολιτικά τη μεταρρύθμιση. Φαίνεται ότι προέχει η συναίνεση του Βορίδη και του Ροντούλη για τη νέα κυβέρνηση.
Εν κατακλείδι, η διαφαινόμενη ουσιαστική κατάργηση του νόμου από το ΣτΕ αποτελεί σημαντική οπισθοδρόμηση. Η ακροδεξιά πετυχαίνει μια σημαντική νίκη σε συμβολικό και ουσιαστικό επίπεδο. Οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις αλλά και η ελληνική κοινωνία αποδεικνύονται απρόθυμες και ανώριμες να αναμετρηθούν με μία προσέγγιση για την νεοελληνική ταυτότητα διαφορετική από αυτή της κοινής καταγωγής. Αυτό είναι φανερό ότι αφορά κατά τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό το σύνολο της κοινωνίας, από το συνοικιακό καφενείο ως το ανώτερο διοικητικό δικαστήριο της χώρας. Έτσι η ελληνική κοινωνία αποκλείει κάποιες δεκάδες χιλιάδες παιδιά μεταναστών που ζουν, σπουδάζουν και δουλεύουν αυτή τη χώρα τις δύο τελευταίες δεκαετίες, από την πολιτική συμμετοχή και την αίσθηση της συμμετοχής σε μια πολιτική και εθνική κοινότητα. Ας μην έχουμε την ψευδαίσθηση ότι αυτό το βίαιο κλείσιμο της πόρτας δε θα έχει σημαντικές κοινωνικές συνέπειες τα --ούτως ή άλλως πολύ δύσκολα-- χρόνια που έρχονται.
του Βασιλη Παπαστεργιου
Πηγή: Αυγή, 27-11-2011
Ήδη με την υπ’ αριθμ. 350/2011 απόφασή του το Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ έχει αποφανθεί υπέρ της ασυμβατότητας των νέων αυτών ρυθμίσεων προς το Σύνταγμα και έχει παραπέμψει το θέμα στην Ολομέλεια. Αν η Ολομέλεια επιβεβαιώσει την απόφαση του τμήματος, τότε οι διατάξεις του Ν. 3838/2010 για την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας σε ανήλικους αλλοδαπούς που γεννήθηκαν στην Ελλάδα ή φοίτησαν σε ελληνικά σχολεία επί έξι χρόνια και για τη συμμετοχή μη κοινοτικών αλλοδαπών στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές πρακτικά θα καταργηθούν.
Η απόφαση του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ --ιδίως το σκεπτικό της-- μας προϊδεάζει για την έκβαση της μάχης αυτής, αποκαλύπτοντας παράλληλα κάτι εξαιρετικά ενοχλητικό: τη διεισδυτικότητα του ακροδεξιού λόγου στο σκεπτικό του ανώτερου διοικητικού δικαστηρίου.
Αλλοδαποί στην Ελλάδα: νόμιμοι ή νομιμοποιημένοι;
Το ΣτΕ με την υπ’ αριθμ.350/2011 απόφασή του κρίνει ότι οι διατάξεις περί απονομής της ελληνικής ιθαγένειας στα τέκνα αλλοδαπών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα ή έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς έξι τάξεις ελληνικού σχολείου (με τους όρους που θέτει ο νέος κώδικας ιδίως σε σχέση με τη νομιμότητα διαμονής των γονέων τους) αντίκειται στα άρθρα 1§2 και 3 και 4§3 του Συντάγματος.
Ας δούμε λοιπόν τι λένε τα άρθρα αυτά: Άρθρο 1§2 και 3: «Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. ΄Ολες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του ΄Εθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα». Άρθρο 4§3 «Έλληνες είναι όσοι έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος [...]».
Εν πρώτοις δηλαδή, η διατύπωση του Συντάγματος φαίνεται να επιτρέπει στον κοινό νομοθέτη να ορίζει εκείνος με νόμο ποιος έχει τα προσόντα να λάβει την ελληνική ιθαγένεια. Πως λοιπόν φθάνει το ΣτΕ στο αντίθετο συμπέρασμα;
Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να γίνουν κάποια λογικά άλματα.
Το ΣΤΕ διαπιστώνει λοιπόν ότι η ελευθερία του νομοθέτη περιορίζεται από το γεγονός ότι « [...] ο έλληνας νομοθέτης [...] εμερίμνησε να διαφυλάξει την εθνική ομοιογένεια του κράτους, μεταξύ των άλλων, και διά της θεσπίσεως δικαίου ιθαγενείας, του οποίου οι ρυθμίσεις εβασίζοντο, κατ’ αρχήν, στο σταθερό κριτήριο του «δικαίου του αίματος» (jus sanguinis), δηλαδή την καταγωγή από έλληνες γονείς». Προκειμένου δε να τεκμηριώσει τη θέση του αυτή το ΣτΕ ανάγεται στο Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827 που απέδιδε την ελληνική ιθαγένεια στους Έλληνες του εξωτερικού που είχαν Έλληνα πατέρα. Θα είχε ενδιαφέρον ωστόσο να παρατηρήσει κανείς στο σημείο αυτό ότι το ΣτΕ παραβλέπει ότι το προγενέστερο Σύνταγμα της Επιδαύρου ρητά προβλέπει ότι «[...] Όσοι έξωθεν ελθόντες, κατοικήσωσιν ή παροικήσωσιν εις την Επικράτειαν της Ελλάδος, εισίν όμοιοι με τους αυτόχθονας κατοίκους ενώπιον των Νόμων».
Σημαντικότερο όμως από νομική και πολιτική άποψη είναι ότι μια τέτοια μονομερής προσέγγιση παραβλέπει τις διατάξεις του προηγούμενου και επί 55 χρόνια ισχύοντα Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, που προέβλεπε υπό προϋποθέσεις την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπούς μετά από δέκα χρόνια νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα. Προκειμένου επομένως να θεμελιώσει ένα επιχείρημα κατά του νέου νόμου, το ΣτΕ κλείνει τα μάτια στο γεγονός ότι η ισχύς του «δικαίου του αίματος» έχει στην πράξη σχετικοποιηθεί εδώ και πολλά χρόνια.
Το δεύτερο επιχείρημα του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ κατά των νέων διατάξεων έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Αντιγράφω: «[...] Όσον αφορά δε τη διαμονή και την εργασία, ο νομοθέτης, ναι μεν προέβλεψε σύστημα χορηγήσεως αδειών βάσει συγκεκριμένων προϋποθέσεων και διαδικασίας [...] το οποίο, όμως, κατά κανόνα, παραβιάσθηκε στην πράξη λόγω της παράνομης εισόδου μαζικών μεταναστευτικών ρευμάτων στη χώρα, και είχε ως περαιτέρω συνέπεια την θέσπιση αλλεπαλλήλων διατάξεων, οι οποίες «νομιμοποιούσαν» την παράνομη είσοδο, διαμονή και εργασία των αλλοδαπών. Η «νομιμοποίηση» αυτή είχε την έννοια ότι εθεωρήθησαν ως νομίμως εισελθόντες στη χώρα αλλοδαποί στερούμενοι ταξιδιωτικών εγγράφων και θεωρήσεως εισόδου [...], ως νομίμως παραμένοντες αλλοδαποί χωρίς άδεια παραμονής ή λήξασα άδεια παραμονής και, τέλος, ως νομίμως εργαζόμενοι αλλοδαποί χωρίς άδεια εργασίας και χωρίς νόμιμη ασφάλιση».
Με δυο λόγια, το ΣτΕ αμφισβητεί αίφνης --με αυτά τα εύγλωττα εισαγωγικά!-- τη διαδικασία νομιμοποίησης που θεσπίστηκε με τους νόμους 1975/91 και 2910/2001, και διατυπώνει ευθέως την άποψη ότι οι σημερινοί νόμιμοι μετανάστες νομιμοποιήθηκαν καταχρηστικά από την ελληνική διοίκηση. Επόμενο συμπέρασμα --που διατυπώνεται ευθέως στο σκεπτικό της απόφασης-- ότι η από μέρους τους προσδοκία κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας προσκρούει στο γεγονός ότι επί της ουσίας δεν έχει αρθεί η παράνομη κατάστασή τους. Αντιστρέφοντας το σύνθημα της ριζοσπαστικής αριστεράς ότι «κανένας άνθρωπος δεν είναι παράνομος», το ΣτΕ στην ουσία διακηρύσσει ότι κανένας αλλοδαπός δεν είναι νόμιμος, αλλά εκ των υστέρων νομιμοποιημένος.
Ο Γιώργος Καρατζαφέρης, μιλώντας στις 8.2.2010 στη Βουλή, κατά τη συζήτηση που οδήγησε στην ψήφιση του Ν. 3838/2010, είπε κατά λέξη τα ακόλουθα: «Μιλάτε για 534.000 νόμιμους. Νόμιμοι δεν είναι, νομιμοποιημένοι είναι. Νόμιμος είναι αυτός που μπαίνει με τους κανόνες, σεβόμενος τους νόμους του κράτους. Πόσοι από αυτούς σεβάστηκαν το κράτος με την πρώτη τους επαφή με το κράτος;». Παρά τις διαφορές στη διατύπωση, η ομοιότητα του επιχειρήματος είναι εντυπωσιακή.
Το ΣτΕ προχωρά διαπιστώνοντας ότι η απονομή της ελληνικής ιθαγένειας δεν είναι δυνατό να απονέμεται «αθρόως» χωρίς να προβλέπεται διαδικασία για «[...] τη διαπίστωση από διοικητικά όργανα, της συνδρομής, in concreto, της ουσιαστικής προϋποθέσεως γνήσιου δεσμού των αλλοδαπών προς το ελληνικό έθνος». Είναι εντυπωσιακό ότι το ανώτερο διοικητικό δικαστήριο δεν αντιμετωπίζει έστω προς αντίκρουση ως στοιχείο γνήσιου δεσμού με τη χώρα (ή το έθνος) το γεγονός της γέννησης, της (νόμιμης) διαμονής επί σειρά ετών του ίδιου του τέκνου και των γονέων του και της ολοκλήρωσης της εκπαίδευσης σε ελληνικό σχολείο. Διερωτάται κανείς τι άλλο μπορεί να αποτελέσει ασφαλέστερο κριτήριο για την ανάπτυξη αυτού του γνήσιου δεσμού, αν όχι αυτά τα ισχυρά αντικειμενικά στοιχεία.
Αλλοδαποί στο δήμο: οι σύγχρονοι μέτοικοι
Ένα ακόμα λογικό άλμα είναι απαραίτητο για να κριθούν ως αντισυνταγματικές και οι διατάξεις του Ν. 3838/2010 για τη συμμετοχή των μη κοινοτικών αλλοδαπών στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές ως εκλογέων και υποψηφίων. Παρά το γεγονός ότι ο καθορισμός του εκλογικού σώματος στις εκλογές αυτές ανατίθεται από το Σύνταγμα και πάλι στον κοινό νομοθέτη1 ωστόσο το ΣτΕ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η συμμετοχή μη κοινοτικών αλλοδαπών παραβιάζει το συγκεκριμένο άρθρο. Το επιχείρημα του ΣτΕ είναι ότι «[...] οι εκλογές για την ανάδειξη των αιρετών οργάνων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως έχουν καθαρά πολιτικό χαρακτήρα εν όψει των αρμοδιοτήτων που ασκούν οι οργανισμοί αυτοί ... αλλά και διότι η εκλογή αυτή ανάγεται στην πολιτική ζωή της Χώρας γενικώς».
Δύσκολα μπορεί κανείς να επιχειρηματολογήσει «γενικώς» κατά του πολιτικού χαρακτήρα των εκλογών για τους ΟΤΑ. Ωστόσο ενώ ο «καθαρά» πολιτικός χαρακτήρας των εκλογών για τις περιφέρειες και τους μεγάλους δήμους της χώρας είναι αρκετά προφανής, δεν ισχύει το ίδιο για τις εκλογές στους περισσότερους από τους μικρότερους δήμους της χώρας. Επίσης, αν ακολουθήσουμε αυτό το επιχείρημα στις ακραίες του συνέπειες, τότε θα πρέπει να αποκλείσουμε κάθε αλλοδαπό από κάθε είδους συμμετοχή σε διαδικασίες που εντάσσονται γενικά στην πολιτική ζωή της χώρας, επομένως και από τις εκλογές στα επαγγελματικά σωματεία, αλλά τους εξωραϊστικούς συλλόγους ή τους συλλόγους γονέων και κηδεμόνων.
Δεδομένης δε της συμμετοχής των κοινοτικών υπηκόων στις εκλογές των ΟΤΑ, το ΣτΕ αποδέχεται το παράδοξο να ψηφίζει σε ένα δήμο για παράδειγμα ένας Βέλγος μετά από δύο χρόνια παραμονής και να αποκλείεται μία Αλβανίδα που ζει στον ίδιο δήμο επί είκοσι χρόνια, έχοντας ενδεχομένως γεννηθεί εκεί. Δημιουργείται έτσι μία κατηγορία συμπολιτών μας που η κατάστασή τους προσιδιάζει στους αρχαίους μέτοικους, δηλαδή μη αυτόχθονες κάτοικοι μίας πόλης στερούμενοι πολιτικών δικαιωμάτων.
Μερικά πολιτικά συμπεράσματα
Από όλα τα παραπάνω νομίζω ότι είναι σαφές ότι το ΣτΕ δεν κινείται σε ένα επίπεδο αφηρημένου νομικού προβληματισμού. Το ΣτΕ σκέφτεται πολιτικά, διατυπώνει κρίσεις για τα όρια της έννοιας του λαού και της πολιτικής συμμετοχής. Στο πλαίσιο αυτής του της κρίσης το ΣτΕ επιλέγει μία εκδοχή για την έννοια του λαού βασισμένη ρητά στην προτεραιότητα του δίκαιου του αίματος και του αποκλεισμού από την πολιτική συμμετοχή των ανθρώπων με «λάθος διαβατήριο», δηλαδή των μη κοινοτικών αλλοδαπών. Επιπλέον με σαφήνεια υιοθετεί το πνεύμα των εκπεφρασμένων απόψεων της ελληνικής ακροδεξιάς σχετικά με το καθεστώς νομιμότητας των μεταναστών στη χώρα μας.
Η διαφαινόμενη «ακύρωση» του νόμου --εφόσον επιβεβαιωθεί από την Ολομέλεια του ΣτΕ-- προσφέρεται και για την εξαγωγή κάποιων πολιτικών συμπερασμάτων.
Φανερώνει καταρχήν πόσο εύθραυστες αποδεικνύονται πολιτικές νίκες στο επίπεδο του «εποικοδομήματος» όταν δεν έχουν έρεισμα σε μία πολιτική που δημιουργεί συμμαχίες με τον κόσμο της εργασίας, σε μια αριστερή πολιτική. Η συζήτηση ενώπιον του ΣτΕ γίνεται σε μία πολιτική συγκυρία πολύ διαφορετική από εκείνη του Φεβρουαρίου του 2010, όταν η Βουλή ψήφιζε το Ν.3838/2010. Έχουν μεσολαβήσει το Μνημόνιο, το μεσοπρόθεσμο, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, η βίαιη επίθεση στο λαϊκό εισόδημα και βέβαια ο σχηματισμός της κυβέρνησης Παπαδήμου με τη συμμετοχή της ακροδεξιάς στην κυβέρνηση. Το ΠΑΣΟΚ προσχωρώντας στην πιο ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική σπατάλησε μέσα σε δύο χρόνια κάθε δυνατότητα κοινωνικής υποστήριξης ακόμα και των μεταρρυθμίσεών του με προοδευτικό πρόσημο. Όταν η ζωή χιλιάδων ανθρώπων παραδίδεται στην ανεργία και τη φτώχεια, είναι αυταπάτη να πιστεύει κανείς ότι θα υπάρξει κοινωνικό ενδιαφέρον για την υποστήριξη οποιουδήποτε νόμου αυτής της κυβέρνησης. Μαζί με τα ξερά καίγονται και τα ελάχιστα χλωρά.
Είναι επίσης εντυπωσιακό ότι σχεδόν δύο χρόνια μετά την ψήφισή του, ο Ν. 3838/2010 βαίνει προς ενταφιασμό ουσιαστικά ανυπεράσπιστος και από την ίδια την κυβέρνηση. Αυτό που θα μπορούσε να είναι μία πηγή περηφάνιας, ένα «αριστερό άλλοθι» για μια κατά τα άλλα καταστροφική για τους εργαζόμενους διακυβέρνηση, αποσιωπάται σα να πρόκειται για ένα στιγμιαίο λάθος. Ούτε ένα κυβερνητικό στέλεχος δε νιώθει την ανάγκη να πει μια καλή κουβέντα για το νόμο --όχι βέβαια προσπαθώντας να επηρεάσει την κρίση του δικαστηρίου, πράγμα θεσμικά ανεπίτρεπτο-- αλλά για να υπερασπιστεί πολιτικά τη μεταρρύθμιση. Φαίνεται ότι προέχει η συναίνεση του Βορίδη και του Ροντούλη για τη νέα κυβέρνηση.
Εν κατακλείδι, η διαφαινόμενη ουσιαστική κατάργηση του νόμου από το ΣτΕ αποτελεί σημαντική οπισθοδρόμηση. Η ακροδεξιά πετυχαίνει μια σημαντική νίκη σε συμβολικό και ουσιαστικό επίπεδο. Οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις αλλά και η ελληνική κοινωνία αποδεικνύονται απρόθυμες και ανώριμες να αναμετρηθούν με μία προσέγγιση για την νεοελληνική ταυτότητα διαφορετική από αυτή της κοινής καταγωγής. Αυτό είναι φανερό ότι αφορά κατά τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό το σύνολο της κοινωνίας, από το συνοικιακό καφενείο ως το ανώτερο διοικητικό δικαστήριο της χώρας. Έτσι η ελληνική κοινωνία αποκλείει κάποιες δεκάδες χιλιάδες παιδιά μεταναστών που ζουν, σπουδάζουν και δουλεύουν αυτή τη χώρα τις δύο τελευταίες δεκαετίες, από την πολιτική συμμετοχή και την αίσθηση της συμμετοχής σε μια πολιτική και εθνική κοινότητα. Ας μην έχουμε την ψευδαίσθηση ότι αυτό το βίαιο κλείσιμο της πόρτας δε θα έχει σημαντικές κοινωνικές συνέπειες τα --ούτως ή άλλως πολύ δύσκολα-- χρόνια που έρχονται.
του Βασιλη Παπαστεργιου
Πηγή: Αυγή, 27-11-2011